- ἐρίπω
- ἐρείπωthrowaor subj act 1st sgἐριπόωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἐριπόωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐριπῶ — ἐρείπω throw aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἐριπόω pres subj act 1st sg ἐριπόω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερειπώνω — και ερειπῶ, όω (AM ἐρειπῶ και ἐριπῶ, όω) κάνω κάτι ερείπιο, κατακρημνίζω, καταστρέφω μσν. πέφτω σε καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερειπώ είναι νεώτερος μεταπλασμένος ενεστώτας τού ερείπω, ενώ ο τ. εριπώ, αν δεν οφείλεται στην πρώιμη σύμπτωση και… … Dictionary of Greek